γεματίζω
Смотреть что такое "γεματίζω" в других словарях:
γεματίζω — και γιοματίζω [γευματίζω] γευματίζω … Dictionary of Greek
γεματίζω — βλ. γευματίζω και γιοματίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγεμάτιστος — και αγιομάτιστος, η, ο [γεματίζω] ο αγευμάτιστος* … Dictionary of Greek